αλείβομαι

αλείβομαι
αλείβομαι, αλείφτηκα βλ. πίν. 8

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αλείφομαι — αλείφομαι, αλείφτηκα, αλειμμένος βλ. πίν. 14 και πρβλ. αλείβομαι …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”